23 Ιανουαρίου – 17 Φεβρουαρίου 2013
Χώρος: Σισμανόγλειο Μέγαρο (İstiklal Cad. No 60, Κωνσταντινούπολη, τηλ. 0090 2122448640)
Ώρες λειτουργίας: Δε-Πα 15.00-20.00, Σα-Κυ 12.00-19.00
Η έκθεση, μια παραγωγή του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (επιμέλεια: Βαγγέλης Ιωακειμίδης), συνδιοργανώνεται από το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη και το ΜΦΘ, εντάσσεται στο Παράλληλο Πρόγραμμα της PhotoBiennale και παρουσιάζεται στο πλαίσιο του προγράμματος «Θεσσαλονίκη-Σταυροδρόμι Πολιτισμών».
Στα παλιά οθωμανικά χάνια της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται σήμερα η Αθηνά Καζολέα, χρησιμοποιώντας τα ως αφορμή εννοιολογικών και όχι ιστορικών αφηγήσεων. Τα χάνια λειτουργούν ως το πλαίσιο της φωτογράφου για να δημιουργήσει αλληγορικά σχόλια για την ιστορία και τη λήθη. Οι μικρές ιστορίες που κρύβονταν αλλά και εκτυλίσσονται τώρα στα χάνια, δεν έχουν όνομα, όπως και οι περισσότερες φωτογραφίες ανθρώπων της Καζολέα είναι ακέφαλες. Ο θεατής μένει αντιμέτωπος με το σώμα του εργάτη που στέκεται – με πρόδηλα τα σημάδια της κόπωσης – με το σώμα ενός καπνιστή, με το σώμα κάποιου που πλένεται. Στο τέλος μένει μόνο το έργο, το οποίο εκτυλίχθηκε πριν ή μετά τη φωτογράφιση και τα αντικείμενα – είτε πρόκειται για αυτά που χρησιμοποιούνται τώρα, είτε για αυτά που αποτελούν ίχνη του παρελθόντος. Τα χάνια της Καζολέα ξαναμπαίνουν στη ζωή, με τους υπόκωφους τόνους που τώρα τους διακρίνει, όχι με την πρότερη τους αίγλη – αλλά είναι παρόντα. Ο ρυθμός της ζωής και της καθημερινότητας ακόμη χτυπάει, με νέες πλέον εικόνες: οι τεχνίτες πλένονται, τρώνε, φτιάχνουν. Η επανάληψη όχι της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και της ίδιας της ζωής, των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σκιαγραφεί τα θραύσματα παρουσίας στα «κελύφη» της μουσουλμανικής παράδοσης.
Ιστορικά στοιχεία για τα χάνια
«Ξεχασμένα, καταρρέοντα, αφρόντιστα μα και γεμάτα ιστορίες και εικόνες, τα χάνια της Πόλης είναι το κέλυφος που φιλοξενεί μία ζωή ξεχασμένη, τις τελευταίες εικόνες ενός κόσμου που χάνεται. Φωλιάζουν στις πλαγιές του Μερτζάν, του Ταχτάκαλε και του Μπέγιαζητ, ανάμεσα στο Μεγάλο Παζάρι και την Αγορά των Μπαχαρικών του Εμίνονου. Ελάχιστοι ωστόσο κάτοικοι της Πόλης γνωρίζουν τι είναι και πού βρίσκονται. Όσο για τους ξένους επισκέπτες της, η συντριπτική πλειοψηφία περνούν μπροστά τους ανυποψίαστοι.
Η λέξη χάνι στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του πανδοχείου. Κατάγεται από την Περσική λέξη khaane, που σημαίνει σπίτι και χώρος. Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της μουσουλμανικής γεωγραφίας, από τα πρώην Οθωμανικά εδάφη και την Αραβία ως τη Βόρεια Αφρική, την Περσία και την Κεντρική Ασία. Συναντάται και κατά μήκος των εκεί εμπορικών δρόμων. Όταν βρίσκεται στην ύπαιθρο είναι μεγαλύτερο και καλείται Καραβάν-Σαράι (Κερβάνσαραϊ στα τουρκικά). Εντός της πόλεως, καλείται (k)han στο μεγαλύτερο μέρος του Αραβόφωνου, περσόφωνου και τουρκόφωνου κόσμου, wikala στην Αίγυπτο και fonduq στη Βόρεια Αφρική.
Το χάνι πρόσφερε κατάλυμα στους εμπόρους των καραβανιών, αλλά και χώρο σταυλισμού για τις καμήλες και αποθήκευσης για τα προϊόντα τους, ενώ λειτουργούσε και ως χώρος χονδρεμπορίου όταν βρισκόταν εντός πόλεως. Σε κάθε μουσουλμανική πόλη, τα χάνια βρίσκονται σε κοντινή απόσταση προς τα παζάρια: οι έμποροι που πωλούσαν λιανική στα παζάρια προμηθεύονταν τα αγαθά από τα χάνια. Κάθε χάνι ειδικευόταν σε συγκεκριμένα προϊόντα. Παραδοσιακά, αποτελείται από μία σειρά κελιών γύρω από μια ευρύχωρη κεντρική αυλή, στο κέντρο της οποίας στέκεται πολλές φορές ένα μικρό τέμενος και μία κρήνη. Κάθε χάνι διέθετε και ευρύχωρη κουζίνα. Το συγκρότημα κάλυπτε όλες τις ανάγκες των εμπόρων κατά τη σύντομη, συνήθως, διαμονή τους. Τα κελλιά που περικλείουν την αυλή απλώνονται συνήθως σε δύο ή τρεις ορόφους. Σε εκείνα του πρώτου, που δεν έχουν παράθυρα, σταυλίζονταν τα ζώα των εμπόρων και αποθηκεύονταν τα προϊόντα.
Τα κελλιά των ορόφων λειτουργούσαν ως υπνοδωμάτια ή γραφεία εμπόρων και μεσαζόντων. Καθένα διέθετε και τζάκι για την απαραίτητη θέρμανση στον παγωμένο χειμώνα της Πόλης. Στα τζάκια αυτά οφείλεται η παρέλαση από κομψές καμινάδες που στολίζει τις σκεπές των Οθωμανικών χανιών, ενώ καθένας από τους μικρούς τρούλλους αντιστοιχεί σε ένα κελλί από κάτω.»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα:
«Κωνσταντινούπολη: Η πόλη των απόντων».
(Εκδόσεις Πατάκη, 2011)
Αθηνά Καζολέα
Γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σκηνοθεσία στο Παρίσι, στην Ecole Superieure des Etudes Cinematographiques. Το 2005-2006 εργάστηκε ως photo-editor στο ταξιδιωτικό περιοδικό Passport. Από το 1990 έως και σήμερα, δουλειές της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά (Passport, ένθετο Κ της Καθημερινής, Marie Claire, Σινεμά, Δίφωνο, Μετρό, Ένα, Τα Νέα, Ταχυδρόμος κλπ.). Έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις. Έργα της ανήκουν στη συλλογή του ΜΦΘ.
Πηγή: mfa.gr/turkey
Χώρος: Σισμανόγλειο Μέγαρο (İstiklal Cad. No 60, Κωνσταντινούπολη, τηλ. 0090 2122448640)
Ώρες λειτουργίας: Δε-Πα 15.00-20.00, Σα-Κυ 12.00-19.00
Η έκθεση, μια παραγωγή του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (επιμέλεια: Βαγγέλης Ιωακειμίδης), συνδιοργανώνεται από το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη και το ΜΦΘ, εντάσσεται στο Παράλληλο Πρόγραμμα της PhotoBiennale και παρουσιάζεται στο πλαίσιο του προγράμματος «Θεσσαλονίκη-Σταυροδρόμι Πολιτισμών».
Στα παλιά οθωμανικά χάνια της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται σήμερα η Αθηνά Καζολέα, χρησιμοποιώντας τα ως αφορμή εννοιολογικών και όχι ιστορικών αφηγήσεων. Τα χάνια λειτουργούν ως το πλαίσιο της φωτογράφου για να δημιουργήσει αλληγορικά σχόλια για την ιστορία και τη λήθη. Οι μικρές ιστορίες που κρύβονταν αλλά και εκτυλίσσονται τώρα στα χάνια, δεν έχουν όνομα, όπως και οι περισσότερες φωτογραφίες ανθρώπων της Καζολέα είναι ακέφαλες. Ο θεατής μένει αντιμέτωπος με το σώμα του εργάτη που στέκεται – με πρόδηλα τα σημάδια της κόπωσης – με το σώμα ενός καπνιστή, με το σώμα κάποιου που πλένεται. Στο τέλος μένει μόνο το έργο, το οποίο εκτυλίχθηκε πριν ή μετά τη φωτογράφιση και τα αντικείμενα – είτε πρόκειται για αυτά που χρησιμοποιούνται τώρα, είτε για αυτά που αποτελούν ίχνη του παρελθόντος. Τα χάνια της Καζολέα ξαναμπαίνουν στη ζωή, με τους υπόκωφους τόνους που τώρα τους διακρίνει, όχι με την πρότερη τους αίγλη – αλλά είναι παρόντα. Ο ρυθμός της ζωής και της καθημερινότητας ακόμη χτυπάει, με νέες πλέον εικόνες: οι τεχνίτες πλένονται, τρώνε, φτιάχνουν. Η επανάληψη όχι της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και της ίδιας της ζωής, των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σκιαγραφεί τα θραύσματα παρουσίας στα «κελύφη» της μουσουλμανικής παράδοσης.
Ιστορικά στοιχεία για τα χάνια
«Ξεχασμένα, καταρρέοντα, αφρόντιστα μα και γεμάτα ιστορίες και εικόνες, τα χάνια της Πόλης είναι το κέλυφος που φιλοξενεί μία ζωή ξεχασμένη, τις τελευταίες εικόνες ενός κόσμου που χάνεται. Φωλιάζουν στις πλαγιές του Μερτζάν, του Ταχτάκαλε και του Μπέγιαζητ, ανάμεσα στο Μεγάλο Παζάρι και την Αγορά των Μπαχαρικών του Εμίνονου. Ελάχιστοι ωστόσο κάτοικοι της Πόλης γνωρίζουν τι είναι και πού βρίσκονται. Όσο για τους ξένους επισκέπτες της, η συντριπτική πλειοψηφία περνούν μπροστά τους ανυποψίαστοι.
Η λέξη χάνι στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του πανδοχείου. Κατάγεται από την Περσική λέξη khaane, που σημαίνει σπίτι και χώρος. Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της μουσουλμανικής γεωγραφίας, από τα πρώην Οθωμανικά εδάφη και την Αραβία ως τη Βόρεια Αφρική, την Περσία και την Κεντρική Ασία. Συναντάται και κατά μήκος των εκεί εμπορικών δρόμων. Όταν βρίσκεται στην ύπαιθρο είναι μεγαλύτερο και καλείται Καραβάν-Σαράι (Κερβάνσαραϊ στα τουρκικά). Εντός της πόλεως, καλείται (k)han στο μεγαλύτερο μέρος του Αραβόφωνου, περσόφωνου και τουρκόφωνου κόσμου, wikala στην Αίγυπτο και fonduq στη Βόρεια Αφρική.
Το χάνι πρόσφερε κατάλυμα στους εμπόρους των καραβανιών, αλλά και χώρο σταυλισμού για τις καμήλες και αποθήκευσης για τα προϊόντα τους, ενώ λειτουργούσε και ως χώρος χονδρεμπορίου όταν βρισκόταν εντός πόλεως. Σε κάθε μουσουλμανική πόλη, τα χάνια βρίσκονται σε κοντινή απόσταση προς τα παζάρια: οι έμποροι που πωλούσαν λιανική στα παζάρια προμηθεύονταν τα αγαθά από τα χάνια. Κάθε χάνι ειδικευόταν σε συγκεκριμένα προϊόντα. Παραδοσιακά, αποτελείται από μία σειρά κελιών γύρω από μια ευρύχωρη κεντρική αυλή, στο κέντρο της οποίας στέκεται πολλές φορές ένα μικρό τέμενος και μία κρήνη. Κάθε χάνι διέθετε και ευρύχωρη κουζίνα. Το συγκρότημα κάλυπτε όλες τις ανάγκες των εμπόρων κατά τη σύντομη, συνήθως, διαμονή τους. Τα κελλιά που περικλείουν την αυλή απλώνονται συνήθως σε δύο ή τρεις ορόφους. Σε εκείνα του πρώτου, που δεν έχουν παράθυρα, σταυλίζονταν τα ζώα των εμπόρων και αποθηκεύονταν τα προϊόντα.
Τα κελλιά των ορόφων λειτουργούσαν ως υπνοδωμάτια ή γραφεία εμπόρων και μεσαζόντων. Καθένα διέθετε και τζάκι για την απαραίτητη θέρμανση στον παγωμένο χειμώνα της Πόλης. Στα τζάκια αυτά οφείλεται η παρέλαση από κομψές καμινάδες που στολίζει τις σκεπές των Οθωμανικών χανιών, ενώ καθένας από τους μικρούς τρούλλους αντιστοιχεί σε ένα κελλί από κάτω.»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα:
«Κωνσταντινούπολη: Η πόλη των απόντων».
(Εκδόσεις Πατάκη, 2011)
Αθηνά Καζολέα
Γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σκηνοθεσία στο Παρίσι, στην Ecole Superieure des Etudes Cinematographiques. Το 2005-2006 εργάστηκε ως photo-editor στο ταξιδιωτικό περιοδικό Passport. Από το 1990 έως και σήμερα, δουλειές της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά (Passport, ένθετο Κ της Καθημερινής, Marie Claire, Σινεμά, Δίφωνο, Μετρό, Ένα, Τα Νέα, Ταχυδρόμος κλπ.). Έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις. Έργα της ανήκουν στη συλλογή του ΜΦΘ.
Πηγή: mfa.gr/turkey
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου